- υπόλοιπος
- -η, -ο / ὑπόλοιπος, -ον, ΝΑ, και ὑπόλυπος, -ον, Α(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που απομένει από ένα σύνολο, λοιπόςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. βλ. υπόλοιποαρχ.ελλιπής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + λοιπός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόλοιπος — left over masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόλοιπος — η, ο 1. αυτός που απομένει, ο λοιπός, ο καθυστερούμενος, ο ρέστος: Τα υπόλοιπα χρήματα θα τα πληρώσω αύριο. 2. το ουδ. ως ουσ., υπόλοιπο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπολοίπω — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόλοιπον — ὑπόλοιπος left over masc/fem acc sg ὑπόλοιπος left over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολοίποιν — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολοίποις — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολοίποισι — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολοίπου — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολοίπους — ὑπόλοιπος left over masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολοίπων — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)